- αλεξίπυρος
- -η, -οαυτός που προστατεύει από τη φωτιά: Οι πυροσβέστες διαθέτουν και αλεξίπυρες στολές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλεξίπυρος — η, ο αυτός που δεν προσβάλλεται από τη φωτιά, που δεν αναφλέγεται εύκολα, ο πυρίμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + πυρ, ός. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. pare feu < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + feu «φωτιά»] … Dictionary of Greek
αλεξίφλογος — η, ον ο αλεξίπυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + φλογος < φλόγα] … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρίμαχος — η, ο κάθε ύλη που αντέχει στη φωτιά, αλλ. αλεξίπυρος: Πυρίμαχο υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)